Ὅσιος Κασσιανὸς ὁ Ρωμαῖος (28 Φεβρουαρίου)
Ὅσιος Κασσιανός γεννήθηκε στήν Ρώμη ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς καί ἐπιφανεῖς, οἱ ὁποῖοι φρόντισαν νά τόν ἀναθρέψουν μέ παιδεία καί νουθεσία Κυρίου. Ἡ γνωριμία καί ἡ συναναστροφή του, ἀπό τήν παιδική του ἡλικία, μέ Ἁγίους ἀνθρώπους ἐπέδρασε εὐεργετικά στή διαμόρφωση τῆς προσωπικότητας καί τοῦ ὅλου τρόπου ζωῆς του. Σπούδασε τήν ἐπιστήμη τῆς φιλοσοφίας καί τῆς ἀστρονομίας καί μελέτησε ἰδιαίτερα τά συγγράμματα τῶν Πατέρων καί τήν Ἁγία Γραφή.
Ὁ Ὅσιος ἀκολούθησε τό μοναχικό βίο, γενόμενος μοναχός σέ μία σκήτη καί ἐπισκέφθηκε τά μοναστήρια τῆς Αἰγύπτου καί τῆς Θηβαΐδας, τῆς Νιτρίας, τῆς Ἀσίας καί τῆς Καππαδοκίας. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης γράφει χαρακτηριστικά: «ὁ Ἅγιος μετέβη εἰς διαφόρους τόπους καί συνήντησε ἁγίους καί γνωστικωτάτους Ὁσίους καί τάς ἀρετάς ὅλων συναθροίζει εἰς τόν ἑαυτόν του, ὡς ἄλλη φιλόπονος μέλισσα, ὥστε καί αὐτός ἔγινε εἰς τούς ἄλλους τύπος καί παράδειγμα παντός εἴδους ἀρετῆς. Ὅθεν ἀνώτερος τῶν παθῶν γενόμενος καί τόν νοῦν καθαρίσας, ἐγνώρισε τήν τελείαν κατά τῶν παθῶν νίκην».
Ὅσιος Βασίλειος ὁ Ὁμολογητὴς (28 Φεβρουαρίου)
Ὅσιος Βασίλειος ὁ Ὁμολογητής ἔζησε καί ἔδρασε ἐπί τοῦ εἰκονομάχου αὐτοκράτορα Λέοντος Γ’ τοῦ Ἰσαύρου (717 – 741 μ.Χ.). Ἀπό νεαρή ἡλικία ὁ Ὅσιος ἀφιερώθηκε στόν ἀσκητικό βίο καί ἐκάρη μοναχός. Ἔγινε μαθητής καί ὑποτακτικός τοῦ Ὁσίου Προκοπίου τοῦ Δεκαπολίτου († 27 Φεβρουαρίου). Ἀρχικά ζοῦσε σέ κάποιο ἐρημητήριο καί ἀφοῦ προηγουμένως καλλιέργησε μέ ἐπιμέλεια τήν ἀσκητική ζωή, ἀργότερα, ὅταν ἀνέκυψε ἡ αἵρεση κατά τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ἀντιστάθηκε μέ πνευματική ἀνδρεία στούς εἰκονομάχους. Γιά τόν λόγο αὐτό συνελήφθη, τιμωρήθηκε καί ὑπέστη πολλά βασανιστήρια. Ὅταν δέ, πέθανε ὁ αὐτοκράτορας, ἀπελευθερώθηκε καί ἀφοῦ βγῆκε ἀπό τή φυλακή, φρόντιζε γιά τήν καλλιέργεια τῆς ἀρχαίας ὑγείας τῆς εὐσέβειας, παρακινώντας πολλούς πρός τήν ἀρετή καί ἐπαναφέροντάς τους πρός τήν ὀρθόδοξη πίστη.
Ἔτσι ἀφοῦ ἀγωνίσθηκε ὁ Ὅσιος Βασίλειος, κοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
Ἅγιος Νέστωρας ὁ Μάρτυρας (28 Φεβρουαρίου)
Ἅγιος Μάρτυς Νέστορας καταγόταν ἀπό τήν Πέργη τῆς Παμφυλίας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ βασιλέως Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.) καί τοῦ ἡγεμόνος Ποπλίου. Γεννήθηκε ἀπό εὐσεβεῖς καί φιλόθεους γονεῖς καί ἀφοῦ ἔμαθε ἀπό αὐτούς τά ἱερά γράμματα, ἀποστόμωνε τούς Ἕλληνες μέ τίς θεῖες γραφές καί ὁδηγοῦσε πολλούς πρός τήν ἀλήθεια. Ὅμως κατηγορήθηκε ὅτι ἦταν Χριστιανός, συνελήφθη ἀπό τόν Ἄρχοντα Εἰρήναρχο καί ὁδηγήθηκε στόν ἡγεμόνα, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ὁμολόγησε τόν Χριστό ὡς Θεό ἀληθινό καί Δημιουργό τοῦ κόσμου. Τό μαρτύριο ἄρχισε. Πρῶτα τόν κτύπησαν μέχρι θανάτου. Ἔπειτα τόν ἔγδαραν καί τέλος, ἐπειδή δέν ἀρνιόταν τόν Χριστό, τόν κάρφωσαν πάνω σέ σταυρό. Καί ὅσο ἦταν κρεμασμένος δίδασκε στούς παρευρισκόμενους τήν ὁδό τῆς ἀλήθειας. Ἔτσι, δοξολογώντας τόν Θεό, ἐξέπνευσε καί ἔλαβε τό στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
Ἅγιος Προτέριος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας (28 Φεβρουαρίου)
Ἅγιος Προτέριος ἔζησε στά χρόνια τῶν βασιλέων Μαρκιανοῦ καί Πουλχερίας. Ἦταν πρεσβύτερος στήν Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξανδρείας καί ἔλαβε μέρος στήν Δ’ Οἰκουμενική Σύνοδο, πού συνῆλθε τό ἔτος 451 μ.Χ. στήν Κωνσταντινούπολη, κατά τούς χρόνους τῶν βασιλέων Μαρκιανοῦ καί Πουλχερίας.
Ἡ Σύνοδος καταδίκασε τόν μονοφυσίτη Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Διόσκουρο. Μετά τήν καθαίρεση τοῦ Διοσκούρου, ἐξελέγη Πατριάρχης ὁ Ἅγιος Προτέριος (452 – 457 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος διέπρεψε στή Σύνοδο καί ἔφραξε τά στόματα τῶν δυσσεβῶν αἱρετικῶν.
Ὅταν ὁ Ἅγιος ἐπέστρεψε στήν Ἀλεξάνδρεια οἱ ὀπαδοί τοῦ Εὐτυχοῦς καί τοῦ Διοσκούρου προκαλοῦσαν στάσεις καί ρήξεις καί ἐμπόδιζαν νά κατέρχεται τό σιτάρι στήν Ἀλεξάνδρεια μέσῳ τοῦ Πηλουσίου, μέ σκοπό νά πεινάσουν οἱ κάτοικοι τῆς Ἀλεξάνδρειας καί νά στραφοῦν κατά τοῦ Ἁγίου. Ὅμως ὁ αὐτοκράτορας Μαρκιανός, κατόπιν παρακλήσεως τοῦ Ἁγίου, διέταξε τήν διέλευση τοῦ σιταριοῦ διά τῆς Ἀλεξάνδρειας καί ἔτσι σώθηκε ἡ πόλη ἀπό τήν πεῖνα.