Ἁγία Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Μάρκου (30 Ιουνίου)
Ἁγία Μαρία, μητέρα τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Μάρκου, εἶναι ἕνα ἀπό τά πρῶτα ἐκεῖνα ἱερά πρόσωπα πού προσέφερε σημαντικές ὑπηρεσίες γιά τή ζωή καί ὀργάνωση τῆς πρωτοχριστιανικῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων. Μία καί μοναδική εἶναι ἡ ἀναφορά στό πρόσωπό της μέσα στήν Καινή Διαθήκη, ἀλλά ἀρκετή γιά νά συμπεράνει κάποιος πώς ἦταν ἀπό τίς γυναῖκες ἐκεῖνες πού διακρίθηκαν καί διασώθηκαν τά ὀνόματά τους ὡς διακόνισσες τοῦ Κυρίου στήν Ἐκκλησία. Ἡ συγκεκριμένη ἀναφορά βρίσκεται στό βιβλίο τῶν Πράξεων (ιβ’, 12). Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ἀμέσως μετά τή θαυμαστή ἀπελευθέρωσή του ἀπό τή φυλακή, μέσα στή νύχτα, «συνιδών τε (ὅταν κατάλαβε ποῦ ἦταν) ἦλθεν ἐπί τήν οἰκίαν Μαρίας, τῆς Μητρός Ἰωάννου, τοῦ ἐπικαλουμένου Μάρκου, οὗ ἦσαν ἱκανοί συνηθροισμένοι καί προσευχόμενοι». [Στή συνέχεια, μᾶς πληροφορεῖ τό κείμενο τῶν Πράξεων πώς ὁ Πέτρος ἐκτύπησε τήν ἐξώπορτα, βγῆκε μία ὑπηρέτρια, ἡ Ρόδη, γιά νά ἀνοίξει καί, ὅταν ἀναγνώρισε τή φωνή τοῦ Πέτρου, ἀπό τή χαρά της δέν ἄνοιξε καί ἔτρεξε μέσα νά ἀναγγείλει ὅτι στήν ἐξώπορτα στέκεται ὁ Πέτρος. Αὐτοί πού ἦταν συνηγμένοι μέσα τῆς εἶπαν: Εἶσαι τρελή. Ἐκείνη ὅμως ἐπέμενε ὅτι εἶναι ἀλήθεια. Αὐτοί ἔλεγαν ὅτι εἶναι ὁ ἄγγελός του. Ὁ Πέτρος στό μεταξύ κτυποῦσε ἐπίμονα. Ἐπιτέλους τοῦ ἀνοιξαν καί ὅταν τόν εἶδαν ἔμειναν κατάπληκτοι. Αὐτός τούς ἔκανε νόημα μέ τό χέρι νά σιωπήσουν καί τούς διηγήθηκε πῶς ὁ Κύριος τόν ἔβγαλε ἀπό τήν φυλακή καί συμπλήρωσε: Διηγηθεῖτε τα αὐτά στόν Ἰάκωβο καί στούς ἀδελφούς. Ὕστερα ἔφυγε ἀπό τά Ἱεροσόλυμα γιά ἄλλο τόπο].
Ὁ συγγραφέας τῶν Πράξεων Εὐαγγελιστής Λουκᾶς μέ τά γραφόμενά του, τόσο γιά τή Μαρία ὄσο καί τήν «οἰκίαν» της, θέλει νά δείξει πώς τό σπίτι αὐτό ἦταν τό πιό κατάλληλο στήν Ἱερουσαλήμ, γιά νά ἀποτελέσει κέντρο θαυμαστῶν γεγονότων πού συνδέονται μέ τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί τή ζωή τῆς πρώτης Χριστιανικῆς κοινότητας. Εἶναι ἄξιο προσοχῆς καί λόγου ὅτι ἀρχαῖοι ἀλλά καί νεώτεροι ἑρμηνευτές τῆς Καινῆς Διαθήκης θεωροῦν πώς ὁ Μυστικός Δεῖπνος τοῦ Κυρίου μέ τούς Μαθητές Του ἔγινε στό σπίτι τῆς Μαρίας.
Ἐπίσης, ἀπό τά συμφραζόμενα λόγια τῶν Πράξεων διαφαίνεται στούς ἑρμηνευτές ὅτι ἡ Μαρία ἦταν κατά πᾶσα πιθανότατα εὐκατάστατη χήρα, ἀφοῦ διέθετε τόσο μεγάλη οἰκία, ὥστε νά συγκεντρώνεται πολυπληθής Χριστιανική κοινότητα, γιά νά ἀκούσει τό κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων, νά τελέσει τή Θεία Εὐχαριστία καί τίς «ἀγάπες» καί ἀφοῦ διέθετε ὑπηρετικό προσωπικό. Ὁ μακαριστός Καθηγητής Π. Τρεμπέλας, στό Ὑπόμνημά του «Εἰς τό κατά Μᾶρκον Εὐαγγέλιον», στά Προλεγόμενα, παραθέτει καί τά ἑξῆς: «Ἐκ τῶν πληροφοριῶν τῶν πράξεων τῶν Ἀποστόλων μανθάνομεν, ὅτι ὁ Μᾶρκος ἦτο υἱός τῆς ἐν Ἱεροσολύμοις κατοικούσης καί ἐνωρίς εἰς τά μέλη τῆς πρώτης Ἐκκλησίας συγκαταριθμηθείσης Μαρίας, ἥτις φαίνεται νά εἶχεν εὐπορίαν τινά, ὡς δύναται νά συναχθῆ ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι κατεῖχεν οἰκίαν μετά πυλῶνος καί μετά αἰθούσης ἀρκούντως εὐρείας, ὥστε νά περιλαμβάνει ἐν αὐτῇ ἱκανόν ἀριθμόν συναθροιζομένων μαθητῶν (Πραξ. Ιβ’, 12). Καί ὁ Πέτρος μετά τήν ἐν νυκτί θαυμασίαν ὑπ’ ἀγγέλου ἀποφυλάκισιν αὐτοῦ εἰς τήν οἰκίαν ταύτην κατηυθύνθει ὡς εἰς τόπον συνήθη συγκεντρώσεως τῶν ἀδελφῶν, ἐκ τῶν ὁποίων καί εὑρέθησαν ἐκεῖ παρά τό προκεχωρημένον τῆς νυκτός “ἱκανοί συνηθροισμένοι”. Ἡ οἰκία τῆς Μαρίας λοιπόν εἶχεν ἀποβῆ εἷς ἐκ τῶν τόπων συγκεντρώσεως καί λατρείας τῶν πρώτων Χριστιανῶν ἐν Ἱεροσολύμοις, ὑπεστηρίχθη δέ ὐπό τινων νεωτέρων, ἰδίᾳ Γερμανῶν, ὅτι ἐκεῖ ἐτέλεσεν καί ὁ Κύριος τόν Μυστικόν Δεῖπνον».
Ἀρχαιότερη, γνωστή μαρτυρία γιά τήν Ἁγία Μαρία, περιλαμβάνεται στό ἔργο ἢ καλύτερα τόν ἐγκωμιαστικό λόγο Ἀλεξάνδρου Μοναχοῦ τοῦ Κυπρίου, πού ἐκφώνησε στήν πανήγυρη γιά τή μνήμη τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα, στήν ἱερά Μονή, γύρω στό 525 μ.Χ. Προτάσσεται ὁ τίτλος «Ἀλεξάνδρου μοναχοῦ ἐγκώμιον εἰς τόν Ἅγιον Βαρνάβα τόν Ἀπόστολον, προτραπέντος υπό τοῦ πρεσβυτέρου καί κλειδούχου τοῦ σεβασμίου αὐτοῦ ναοῦ, ἐν ᾧ ἱστορεῖται καί ὁ τρόπος τῶν ἀποκαλύψεων, τῶν Ἁγίων αὐτοῦ λειψάνων». Ἀναφέρει λοιπόν ὁ μοναχός Ἀλέξανδρος πώς ὁ Ἀπόστολος Βαρνάβας εἶδε ὁ ἴδιος πολλά ἀπό τά θαύματα τοῦ Κυρίου. Ὕστερα ἀπό τό θαῦμα τοῦ παραλύτου τῆς Βηθεσδᾶ ἔγινε ἀκόλουθος καί μαθητής τοῦ Κυρίου. Καί συνεχίζει (παραθέτουμε αὐτούσιο τό κείμενο, γιατί εἶναι πολύ γλαφυρό, κατατοπιστικό καί πειστικό, ἀλλά καί γιά νά γνωρίσουμε μέρος αὐτοῦ τοῦ ἐξαιρετικοῦ ἀρχαίου Ἐγκωμίου): «Ὁ δέ Βαρνάβας πλέον ἐξεκαίετο εἰς τήν τοῦ Κυρίου ἀγάπην. Καταλαβών δέ τό τάχος τήν οἰκίαν Μαρίας, τῆς μητρός Ἰωάννου τοῦ ἐπικαλουμένου Μάρκου, ἥτις ἐλέγετο εἶναι αὐτοῦ θεία – διό καί Μᾶρκον τόν ἀνεψιόν Βαρνάβα ἐκάλουν αὐτόν – εἶπε πρός αὐτήν· “Δεῦρο, λέγων, ὦ γύναι, ἴδε ἅπερ ἐπεθύμουν ἰδεῖν οἱ πατέρες ἡμῶν· ἰδοῦ γάρ Ἰησοῦς τις προφήτης ἀπό Ναζαρέτ τῆς Γαλιλαίας ἐστίν ἐν τῷ ἱερῷ μεγαλοπρεπῶς θαυματουργῶν, καί ὡς τοῖς πολλοῖς δοκεῖ, αὐτός ἐστί Μεσσίας ὁ μέλλων ἔρχεσθαι”. Ἀκούσασα δέ ταῦτα ἡ θαυμασία γυνή καί καταλιποῦσα τά ἐν χερσί, κατέλαβε τόν ναόν τοῦ Θεοῦ, καί ἰδοῦσα τόν Κύριον καί Δεσπότην τοῦ ναοῦ, ἔπεσεν εἰς τούς πόδας αὐτοῦ, δεομένη καί λέγουσα “Κύριε, εἰ εὗρον χάριν ἐναντίον σου, δεῦρο εἰς τόν οἶκον τῆς δούλης σου καί εὐλόγησον τῇ εἰσόδῳ σου τά οἰκετικά σου”. Ὁ δέ Κύριος ἐπένευσε τῇ παρακλήσει· ὃν παραγενόμενον ὑπεδέξατο χαίρουσα εἰς τό ὑπερῶον αὐτῆς. Ἀπ’ ἐκείνης οὖν τῆς ἡμέρας, ἡνίκα ἤρχετο ὁ Κύριος εἰς Ἱεροσόλυμα, ἐκεῖ ἀνεπαύετο μετά τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἐκεῖ ἐποίησε τό Πάσχα μετά τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἐκεῖ ἐμυσταγώγησε τούς μαθητάς διά τῆς μεταλήψεως τῶν ἀπορρήτων μυστηρίων. Λόγος γάρ ἦλθεν εἰς ἡμᾶς ἀπό γερόντων ὅτι ὁ τό κεράμιον βαστάζων τοῦ ὕδατος, ᾧ κατακολουθῆσαι προσέταξεν ὁ Κύριος τοῖς μαθηταῖς, Μᾶρκος ἦν, ὁ υἱός ταύτης τῆς μακαρίας Μαρίας· ὁ δέ Κύριος “πρός τόν δεῖνα” εἶπεν οἰκονομικῶς, ὡς φασίν οἱ πατέρες, ἑρμηνεύοντες τοῦτο τό χωρίον, διδάσκων ἡμᾶς διά τοῦ αἰνίγματος ὅτι παντί τῷ εὐτρεπίζοντι ἑαυτόν, παρ’ αὐτῷ ὁ Κύριος αὐλίζεται. Ἐν αὐτῷ τοίνυν τῷ ὑπερώῳ ἐποίησεν ὁ Κύριος τό Πάσχα· ἐν αὐτῷ ἐφάνη τοῖς περί τόν Θωμᾶν, ἐγερθείς ἐκ νεκρῶν· ἐκεῖ μετά τήν ἀνάληψιν ἀνῆλθον οἱ μαθηταί, ἐλθόντες ἀπό τοῦ ὄρους τῶν Ἐλαιῶν μετά τῶν λοιπῶν ἀδελφῶν, ὄντως τόν ἀριθμόν ὡς ἑκατόν εἴκοσι, ἐν οἷς ἦν Βαρνάβας καί Μᾶρκος· ἐκεῖ κατέβη τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἐν πυρίναις γλώσσαις ἐπί τούς μαθητάς ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς Πεντηκοστῆς· ἐκεῖ ἵδρυται νῦν ἡ μεγάλη καί ἁγιωτάτη Σιών, ἡ μήτηρ πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν».
Καί ἀπό τό κείμενο αὐτό φαίνεται ἡ ἀγαθή πίστη τῆς Μαρίας πρός τόν Χριστό, ἀλλά καί ἡ προσφορά της στήν πρώτη Χριστιανική Ἐκκλησία. Ὅσον ἀφορᾶ τή συγγένεια τῆς Ἁγίας Μαρίας μέ τόν Ἀπόστολο καί ἱδρυτή τῆς Ἐκκλησίας μας Βαρνάβα δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία. Ἐκεῖνο ὅμως πού καθίσταται πρόβλημα εἶναι ὁ βαθμός συγγενείας τους. Εἴδαμε πώς στίς Πράξεις στό ιβ’ 12 καθαρά φαίνεται πώς ἡ Μαρία εἶναι μητέρα τοῦ Μάρκου. Στό Κολοσσαεῖς δ’ 10 ἀναγράφεται ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο πώς ὁ Μᾶρκος εἶναι «ὁ ἀνεψιός Βαρνάβα». Ἄρα γιά νά εἶναι ὁ Μᾶρκος, ὁ υἱός τῆς Μαρίας, «ἀνεψιός» τοῦ Βαρνάβα, σίγουρα ὁ Βαρνάβας καί ἡ Μαρία εἶναι συγγενεῖς. Ἔτσι στήν Κυπριακή ἁγιολογία παρουσιάσθηκαν καί οἱ δύο ἀπόψεις. Εἴδαμε ὅτι ὁ μοναχός Ἀλέξανδρος στό Ἐγκώμιό του σημειώνει ὅτι ἡ Μαρία ὑπῆρξε θεία τοῦ Βαρνάβα καί ἄρα Μᾶρκος καί Βαρνάβας εἶναι «ἀνεψιοί», δηλαδή ξαδέλφια. (Μέ τήν ἔννοια αὐτή τοῦ ξαδέλφου ἐπικρατεῖ στήν Κύπρο ἡ λέξη ἀνεψιός). Ὅμως περισσότερο ἐπικράτησε σέ ἁγιολογικές πηγές, ὅπως καί στή συνείδηση τῶν Κυπρίων, ὅτι ὁ Βαρνάβας καί ἡ Μαρία ἦταν ἀδέλφια. Αὐτό τό καταστάλαγμα κατέγραψε καί ὁ ἀείμνηστος Μακάριος, αὐτό καταγράφεται καί στήν ἀκολουθία πού ἐξέγραψε ἡ ἱερά μονή Σταυροβουνίου γιά ὅλους τούς Κυπρίους Ἁγίους.
Μία ἄλλη Τρίτη παραλλαγή ποῦ ἀφορᾶ τή συγγένεια τῶν δύο, περιλαμβάνεται σέ κάποια Μηνολόγια, ἀλλά καί σέ Κοπτικό Συναξάριο, πώς ἡ Μαρία ὑπῆρξε νύμφη τοῦ Βαρνάβα, ἀφοῦ ἦταν γυναίκα τοῦ ἀδελφοῦ του Ἀριστόβουλου (φωτιστοῦ τῶν Βρετανικῶν νήσων).
Ἂν λοιπόν ἡ Ἁγία Μαρία, μητέρα τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Μάρκου, εἶναι ἀδελφή τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα, τότε θά πρέπει νά θεωρηθεῖ ὅτι καί αὐτῆς ἡ καταγωγή ἦταν Κυπριακή, βεβαίως ἀπό ἑλληνιστές Ἰουδαίους πού ἔζησαν στήν Κύπρο καί πού βρέθηκαν τόν καιρό τῆς ἐπί γῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου στά Ἱεροσόλυμα.